- σκίπτω
- σκίπτω, given as etym. of σκίφος and ξίφος, Sch.Il.1.220; cf. [full] σκίπει· νύσσει, Hsch.; [full] σκίψαι· ὀκλάσαι, Ἀχαιοί, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκίπει — Α (κατά τον Ησύχ.) «νύσσει». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τις λ. σκίπτω και σκίμπτομαι] … Dictionary of Greek